- μυάκιον
- μυάκιον, τό, Dim. of μύαξ, Aët. 12.55, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μυάκιον — μυάκιον, τὸ (ΑΜ, Μ και μυάκιν) μσν. αρχιτ. μικρό κοίλωμα αρχ. υποκορ. τού μύαξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύαξ, ακος «όστρακο, καύκαλο, κοίλωμα»] … Dictionary of Greek
μυάκιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυακίου — μυάκιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυακίων — μυάκιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυακίῳ — μυάκιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυάκια — μυάκιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)